- ξεθύμωμα
- το успокоение (гнева)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεθύμωμα — το παύση τού θυμού … Dictionary of Greek
ξεθύμασμα — το [ξεθυμαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση 2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα ιατρ. δερματικά εξανθήματα τού προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα … Dictionary of Greek
ξεκάκιωμα — το [ξεκακιώνω] το αποτέλεσμα τού ξεκακιώνω, ξεθύμωμα … Dictionary of Greek
ξεχόλιασμα — το [ξεχολιάζω] το αποτέλεσμα τού ξεχολιάζω, η παύση τού θυμού, το ξεθύμωμα … Dictionary of Greek
ξεχόλιασμα — το, ατος αποβολή του θυμού, ξεθύμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)